σύρε

σύρε
προστ. του σύρω, πήγαινε, στις φράσεις: Σύρε στο καλό. – Σύρε να γιατρευτείς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • 'συρε — ἔσῡρε , σύρω draw aor ind act 3rd sg ἔσῡρε , σύρω draw imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σῦρε — Σῦρος a Syrian masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σῦρε — σύρω draw pres imperat act 2nd sg σύρω draw aor ind act 3rd sg (homeric ionic) σύρω draw imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σύρε — Σύρος Syrian masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύρε — σύρος broom masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύρω — ΝΜΑ, και σέρνω και σύρνω ΝΜ, και σούρνω Ν 1. έλκω, τραβώ (α. «τόν έπιασε και τόν έσυρε έξω» β. «μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα σύρων», Δίων Κασσ.) 2. μετακινώ κάτι πάνω στο έδαφος («σέρνει το φόρεμά της») 3. (ενεργ. και μέσ.) έρπω νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • σέρνω — έσυρα, σύρθηκα, συρμένος 1. έλκω, τραβώ: Τα βόδια σέρνουν το αλέτρι. 2. μετακινώ κάτι συρτά πάνω στο έδαφος: Σέρνει τα πόδια του από την κούραση. – Σύρθηκε στο χώμα με την κοιλιά του. 3. μτφ., κακολογώ, εξυβρίζω: Νομίζει πως είναι φίλος του, αλλά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάθεμα — το (Α ἀνάθεμα) 1. οτιδήποτε είναι αποχωρισμένο από το καλό και εγκαταλελειμμένο στο κακό, αφορισμένο, καταραμένο πρόσωπο ή πράγμα (στά Νεοελληνικά συνήθως σε συνεκφορά με την αναφορική αντωνυμία που) «π ανάθεμα να γίνει» (κατάρα για πρόσωπα ή… …   Dictionary of Greek

  • βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 …   Dictionary of Greek

  • ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”